Τριπολιτσά

Τριπολιτσά
η г. Триполис (Пелопоннес)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Τριπολιτσά" в других словарях:

  • Αχμέτ Ναυπλιώτης πασάς — (18ος αι.).Διοικητής της Πελοποννήσου (Μόρα βαλεσής) από το 1779. Στη διάρκεια της εξουσίας του μετάφερε την πρωτεύουσα της επαρχίας από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά, για να μπορεί να εποπτεύει καλύτερα τον τόπο, την εποχή μάλιστα που οι αρματολοί… …   Dictionary of Greek

  • Триполи (Греция) — У этого термина существуют и другие значения, см. Триполи (значения). Город Триполи Τρίπολη Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • Τριπολιτσιώτης — ο, θηλ. Τριπολιτσιώτισσα, Ν ο κάτοικος της πρωτεύουσας της Αρκαδίας, τής Τρίπολης, ή αυτός που κατάγεται από την Τρίπολη, Τριπολίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τριπολιτσά + κατάλ. ιώτης (πρβλ. Βολ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • τριπολιτσιώτικος — η, ο, Ν [Τριπολιτσιώτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Τριπολιτσά, την Τρίπολη τής Αρκαδίας, και στους κατοίκους της 2. αυτός που παράγεται στην Τρίπολη ή που προέρχεται από την Τρίπολη …   Dictionary of Greek

  • φιλήμων — I Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, που ζούσε στη Φρυγία με τη σύζυγό του Βαυκίδα, και φιλοξένησαν τον Δία στη φτωχική καλύβα τους. Σύμβολο συζυγικής αγάπης και ζευγάρι πολύ αγαπητό στους θεούς. Μετά τον θάνατό τους …   Dictionary of Greek

  • Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπραήμ πασάς — (Καβάλα 1789 – Κάιρο 1848). Αλβανός στρατηγός, αντιβασιλιάς της Αιγύπτου. Γιος του Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου από τον γάμο του με μια πλούσια χήρα, θεωρείται από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αι. Τον …   Dictionary of Greek

  • Λάρισα Αργεώτις — Η αρχαία ακρόπολη του Άργους. Βρισκόταν σε κορυφή λόφου ύψους 289 μ., όπου σώζονται πελασγικά, ρωμαϊκά και μεσαιωνικά τείχη. Υπήρχαν επίσης ναοί του Δία, της Αθηνάς, του Απόλλωνα Δειραδιώτου, της Αθηνάς Οξυδερκούς και της Ήρας. Αποτελούσε μία… …   Dictionary of Greek

  • Πουκεβίλ, Φρανσουά Σαρλ Iγκ Λοράν — (Pouqueville, Mερλερό, Nορμανδία 1770 – Παρίσι 1838). Γάλλος διπλωμάτης, λόγιος, φιλέλληνας και περιηγητής του ελληνικού χώρου. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και από επιστημονικό ιατρικό ενδιαφέρον ακολούθησε, μαζί με τον δάσκαλό του Α. Ντιμπουά,… …   Dictionary of Greek

  • Τριπολιτσ(ι)ώτης — ο θηλ. ισσα αυτός που κατάγεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη) ή κατοικεί σ αυτήν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»